- φθοριούχος
- ος, ο[ν] фтористый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φθοριούχος — α, ο, Ν (για χημικά στοιχεία και χημικές ενώσεις) αυτός που περιέχει φθόριο (α. «φθοριούχο άλας» β. «φθοριούχο ασβέστιο» γ. «φθοριούχος άργυρος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φθόριο + ούχος* (< έχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη] … Dictionary of Greek
φθοριούχος — α, ο αυτός που περιέχει φθόριο (βλ. λ.): Φθοριούχος άργυρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… … Dictionary of Greek
ταχιόλη — η, Ν (παλαιός όρος) ο φθοριούχος άργυρος … Dictionary of Greek